- αντεροβγάλτης
- οθηλ. αντεροβγάλτισσα αυτός που ανοίγει με μαχαίρι την κοιλιά άλλου, κακούργος, βασανιστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντεροβγάλτης — ο (θηλ. ισσα) 1. μανιακός δολοφόνος, που σκοτώνει (συνήθως γυναίκες) ανοίγοντας τους την κοιλιά 2. αυτός που με το πείσμα ή τη φλυαρία του ταλαιπωρεί φοβερά τον συνομιλητή του 3. (για οχήματα και πλοία) εκείνος που προκαλεί ναυτία στους επιβάτες … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Κίνσκι, Κλάους — (Klaus Kinski, Πολωνία 1926 – ΗΠΑ 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού ηθοποιού Νικολάους Γκάνθερ Νακζίνζκι (Nikolaus Gunther Nakszynski). Εξαιτίας του ιδιόμορφου προσώπου του, με εκφραστικά μάτια, τονισμένα ζυγωματικά και χείλη, ο Κ.… … Dictionary of Greek